- δεσμοφύλακες
- δεσμοφύλαξgaolermasc/fem nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Номофилаки — (νομοφύλακες) учреждение аристократического характера в различных греческих государствах. Так назывались магистраты, на обязанности которых лежало наблюдать, чтобы не было предложено никаких реформ, противных существующим законам, и хранить… … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона
Αβέρωφ, φυλακές — Οι φυλακές που βρίσκονταν έως το 1973 στη λεωφόρο Αλεξάνδρας της Αθήνας και έδωσαν το όνομά τους στη γύρω συνοικία. Χτίστηκαν το 1892 από τον εθνικό ευεργέτη Γ. Αβέρωφ και προσφέρθηκαν στη βασίλισσα Όλγα ως δώρο για τους αργυρούς της γάμους. Η… … Dictionary of Greek
Αυστραλία — Κράτος της Ωκεανίας, ανάμεσα στον Ινδικό και τον Ειρηνικό ωκεανό, που περιλαμβάνει την ομώνυμη μεγάλη νήσο του νότιου Ειρηνικού (λόγω του μεγέθους θεωρείται ηπειρωτικό έδαφος), την Τασμανία και άλλα νησιά.Κράτος της Ωκεανίας, ανάμεσα στον Ινδικό… … Dictionary of Greek
Καλαθάκης — Επώνυμο οικογένειας αγωνιστών του 1821 από την Κρήτη. 1. Ανδρέας. Διετέλεσε οπλαρχηγός Κρήτης κατά την περίοδο του Αγώνα. Έλαβε ενεργό μέρος σε επιχειρήσεις στην Κυδωνία. Σκοτώθηκε σε μάχη στο Σέλινο το 1822. 2. Νικόλαος. Αδελφός του προηγούμενου … Dictionary of Greek
δεσμοφύλακας — ο υπάλληλος των φυλακών, δουλειά του οποίου είναι η φύλαξη των κρατουμένων: Πολλές φορές, οι δεσμοφύλακες είναι απάνθρωπα αυστηροί με τους κρατούμενους … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)